- γκαζομετρητής
- ο , γκαζάμετρο τό газомер, газовый счётчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκαζομετρητής — ο συσκευή η οποία καταμετρά την ποσότητα τού φωταερίου που ξοδεύεται από κάθε καταναλωτή, ρολόι τού γκαζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. Όρου (πρβλ. γαλλ. gazometre < gaz + metre < μέτρον)] … Dictionary of Greek
γκαζόμετρο — το 1. ο γκαζομετρητής 2. αεριοφυλάκιο, συσκευή για την εναποθήκευση φωταερίου … Dictionary of Greek